- σερί
- sırayla, art arda, seri olarak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Μπρουνέι — Κράτος της ανατολικής Ασίας, στο νησί Βόρνεο. Συνορεύει Δ, Ν και Α με τη Μαλαισία και βρέχεται Β από τη Νότια Κινεζική Θάλασσα.Tο Μ. είναι το μοναδικό κατοικημένο από Mαλαίους έδαφος που δεν προσχώρησε το 1963 στη Mαλαισία. Γεωγραφικά, ανήκει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Tsakonisch — Zweisprachiges Schild (Tsakonisch Griechisch) in Leonidi … Deutsch Wikipedia
Tsakonische Sprache — Zweisprachiges Schild (Tsakonisch Griechisch) in Leonidi Ethnografische Karte der Peloponnes (Alfred Philippson) … Deutsch Wikipedia
2008–09 Cypriot First Division — Cypriot First Division Season 2008–09 Champions APOEL 20th Cypriot championship Relegated Alki AEK Atromitos Champions League APOEL UEFA Eu … Wikipedia
Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… … Dictionary of Greek
Θ, θ — Το όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό teth (= σπείρα, φίδι) που παριστανόταν και δήλωνε ένα εμφαντικό τ. Το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποδώσουν τον στιγμιαίο οδοντικό φθόγγο th, που διέφερε από το σημερινό θ … Dictionary of Greek
Λερού, Γκαστόν — (Gaston Louis Alfred Leroux, Παρίσι 1868 – Νις 1927). Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ήταν γιος ενός πλούσιου καταστηματάρχη. Παρακολούθησε το γυμνάσιο στη Νορμανδία και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Έχοντας σπαταλήσει την πατρική κληρονομιά,… … Dictionary of Greek
tu̯er-2 : tur-, tu̯erǝ- — tu̯er 2 : tur , tu̯erǝ English meaning: to grab, to enclose Deutsche Übersetzung: “fassen, einfassen, einzäunen” Material: Gk. σειρά:, ep. Ion. σειρή f. “rope, cable, band, strap” (*tu̯eri̯ü), παρά σειρος (ἵππος) “Handpferd”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary